- καταλυμός
- ο [καταλύω]φθορά, καταστροφή και ιδίως αυτή που προκαλείται από τη μεγάλη χρήση («τα ρούχα καταλυμό δεν έχουν»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάτσιν — μάτσιν, τὸ (Μ) σούπα από ζυμαρικά βρασμένα με μέλι και κανέλα («χαῑρε, τῆς πίττας ὁ καταλυμός, χαῑρε, τοῡ ματσίου ὁ θάνατος», Σπανός). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tutumadž] … Dictionary of Greek